- μπολιάρης
- οεπαίτης, ζητιάνος.[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο μσν. *εμβολιάρης < ἔμβολοι «κεντρικοί δρόμοι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μπολιάρικα — τα [μπολιάρης] συνθηματική γλώσσα τών μπολιάρηδων, τών επαιτών τής περιοχής Ναυπακτίας … Dictionary of Greek